διατιμητής

διατιμητής
διατῑμ-ητής, οῦ, ,
A appraiser, valuer, Just.Nov.64.1: pl., Id.Edict. 9.4.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διατιμητής — ο (Μ διατιμητής) νεοελλ. αυτός που ως όργανο τής αρμόδιας αρχής καθορίζει τις τιμές τών εμπορευμάτων μσν. εκτιμητής …   Dictionary of Greek

  • διατιμητήν — διατιμητής appraiser masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατιμητῶν — διατιμητής appraiser masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατιμητάς — διατιμητά̱ς , διατιμητής appraiser masc acc pl διατιμητά̱ς , διατιμητής appraiser masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισοψηφιστής — ἰσοψηφιστής, ὁ (Α) ο διατιμητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ψηφιστής (< ψηφίζομαι)] …   Dictionary of Greek

  • ισόψιστος — ἰσόψιστος, ὁ (Α) ο διατιμητής …   Dictionary of Greek

  • κηνσίτωρ — κηνσίτωρ, ορος, ὁ (ΑΜ) 1. εκτιμητής, διατιμητής τών κτημάτων προκειμένου να οριστεί ανάλογη φορολογία 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ τὴν γῆν μετρῶν». [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. censitor] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”